- ιερεμιάδα
- η1. το θρηνώδες άσμα τού προφήτη Ιερεμία2. η περιγραφή μιας κατάστασης με τρόπο θρηνώδη και μεμψίμοιρο3. χαρακτηρισμός εφημερίδας τής αντιπολίτευσης η οποία παρουσιάζει την πολιτική κατάσταση με απόλυτη απαισιοδοξία.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ιερεμίας. Η λ. στον λόγιο τύπο ιερεμιάς μαρτυρείται από το 1816 στον Παναγ. Κοδρικά].
Dictionary of Greek. 2013.